- πέτρινος
- -η, -ο1. ο από πέτρα κατασκευασμένος: Πέτρινο σπίτι. – Πέτρινα σκαλιά.2. μτφ., σκληρός: Έχει πέτρινη καρδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πέτρινος — rocky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… … Dictionary of Greek
πετρίνων — πέτρινος rocky fem gen pl πέτρινος rocky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρινον — πέτρινος rocky masc acc sg πέτρινος rocky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίναις — πέτρινος rocky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνην — πέτρινος rocky fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνης — πέτρινος rocky fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνοις — πέτρινος rocky masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνοισι — πέτρινος rocky masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)